Η περιοχή Σαγγαρίου- Πουρσάκ- Γορδίου
Με
κατεύθυνση ανατολικά συνεχίζουμε το ταξίδι μας στις όχθες του Σαγγάριου. Νότια
του Σεϊντ Γαζί (κατά τον Αναγνωστόπουλο, σελ. 236) ‘αρχίζει’ ουσιαστικά ο
Σαγγάριος και μέσω πεδιάδων κατευθύνεται προς το Γόρδιον, όπου δέχεται τον
Πουρσάκ (αρχ. Θύμβρης, Tembrogios
κατά τον Πλίνιο, Ν.Η., vi).
Οι
ποταμοί Πουρσάκ και Σαγγάριος αναφέρονται ως αδιάβατοι στα σημεία που δεν
υπήρχαν γέφυρες, για αυτό και υπάρχουν πλήθος φωτογραφιών με κατασκευή γεφυρών
την περίοδο της Μικρασιατικής εκστρατείας. Η περιοχή Σαγγαρίου- Πουρσάκ
χωρίζεται σε δύο ζώνες, η βόρεια ‘εξ
εδάφους ορεινού χαρακτήρος και εστερημένου κατά το πλείστον οδών βατών εις τροχόν,
η δε βορειοανατολικώτερον ταυτής εκτεινομένη εδαφική ζώνη, η πέραν του
Σαγγαρίου, είναι έτι μάλλον ορεινή και δύσβατος. Η νότια ζώνη, η μεταξύ Πουρσάκ
και Σαγγαρίου, είναι φύσεως λοφώδους, διατέμνεται δε προς πάσαν κατεύθυνσιν υπό
φυσικών μεν, πάντως όμως καλών οδών εν ώρα θέρους’ και επίσης ‘πάσαι αι υπάρχουσαι οδοί ήσαν φυσικαί,
πεπατημέναι, άνευ τεχνικών έργων’ αναφέρεται στο ‘Ανεφοδιασμοί και
μεταφοραί κατά την Μικρασιατικήν Εκστρατείαν’, 1969, σελ. 146, 150.
Συναντάμε
τις γέφυρες Aktash
Kopru,
Tshandyr
Kopru,
στα ομώνυμα χωριά, πριν φτάσουμε πιο ανατολικά στο σημείο που δέχεται από νότια
τον Ακ τσάι και από βόρεια τον Πορσούκ Ντερέ, σε σημείο μετά τη γέφυρα Hadji Husein Korpu. Νότια του Πεσσινούντα βρίσκουμε
τη γέφυρα Fethoglu
Kopru.
Η συγκεκριμένη γέφυρα
αναφέρεται κατά τις επιχειρήσεις του καλοκαιριού του 1921 ως γέφυρα Φεδίογλου/
Φετίογλου (Fettahoglu στην τουρκική βιβλιογραφία) και από αυτήν
πέρασαν τον Σαγγάριο μονάδες του Ελληνικού Στρατού: ‘To Γ΄ Σώμα Στρατού … προελαύνον … διαβαίνον τον
Σαγγάριον μεταξύ Φεδίογλου και Τσακμακ’ και ‘το Α΄ Σώμα Στρατού … διαβαίνει την
6 και 7 [Αυγούστου] τον Σαγγάριον διά των γεφυρών Φεδίογλου και Μπαλικταμί
Τσιφλίκ…’ και ‘Το Β΄ Σώμα Στρατού θα αχθή
… ΝΑ Γέφυρας Φεδίογλου…’, Χ.
Ζωιόπουλος, Εκστρατεία Σαγγαρίου κατ΄ Αύγουστον 1921, 1923, σελ. 12, 14, 18). Η περιοχή που εξετάζεται και το χωριό Kurtseyh
Πριν
την ένωση του Σαγγαρίου με τον Γκιόκ Σου/ Ιλίτζα Σου βρίσκουμε τη γνωστή από τη
βυζαντινή ιστορία γέφυρα του Ζόμπου (Zompi Brucke στο χάρτη του Kiepert). Αναφέρεται ως γέφυρα
του Ζούμπου ή Τζούμπου στους βυζαντινούς ιστορικούς και υπήρξε ένα από τα
περάσματα του βυζαντινού στρατού προς τα ανατολικά, όπως αναφέρουν οι Κεδρηνός,
Μ. Ατταλειάτης. Η ταύτιση της συγκεκριμένης βυζαντινής γέφυρας επιχειρήθηκε από
τον William
Ramsay
(Historical
geography,
1890, σελ. 215). Απορρίπτει τις παλαιότερες θεωρίες ότι η γέφυρα βρισκόταν στις
πηγές του Σαγγάριου (Texier)
ή στις εκβολές (Ritter)
και την ‘τοποθετεί’ νότια του Kawunji
Keupru
και κοντά στο ποτάμι Ilidja
Su.
Στην ίδια θέση τοποθετεί στο χάρτη του τη γέφυρα και ο Η. Kiepert .
Η
περιοχή αυτή ανήκε διοικητικά στον καζά Σιβρίχισαρ (86 χωριά) [επίσης και στην
ανάρτηση μου Σαγγάριος 1] του σαντζακίου Άγκυρας του ομώνυμου βιλαετίου. Κατά
τον V.
Quinet
(I,
277) σε συνολικό πληθυσμό 283.133 κατοίκων στο σαντζάκι Άγκυρας οι Έλληνες ήταν
μόλις 1896 (και 14.128 Αρμένιοι). Από τους Έλληνες οι 1565 ζούσαν στην Άγκυρα.
Το Σιβρίχισαρ είχε πληθυσμό 11.000 κατοίκων, από τους οποίους οι 4.000 ήταν
Αρμένιοι (The
Encyclopedia
of
Islam,
Siwri
Hisar).
Οθωμανικά αρχεία δίνουν χρήσιμες πληροφορίες και καταγράφουν 3.100 οικίες στο Σιβρίχισαρ και
συνολικά 6.334 στον καζά (74) και αύξηση των κατοίκων από 12.067 (1883) σε
35.846 (1907). Την ίδια περίοδο (1883- 1907) ο αριθμών των μη μουσουλμάνων (Gayrimuslim) αυξάνει από 1689 σε
4.142. Ο πληθυσμός των Ελλήνων (Rum) στα ίδια αρχεία καταγράφεται να κινείται
από 909 (1883) ως 2.341 (1900), 18 στον καζά Zir (1900), 200 στον καζά Σιβριχισάρ
(1891) και 36 στον καζά Χαϋμάνα (1900), επιβεβαιώνοντας τις πληροφορίες και από
άλλες πηγές για παρουσία ελαχίστων Ελλήνων δυτικά της Άγκυρας, στα υψίπεδα της
Φρυγίας.
Στο
σημείο αυτό ο Σαγγάριος κλίνει προς τα βόρεια και δέχεται από τα δυτικά/
αριστερά τον Gunzjuju
Ozu,
πριν περάσει κάτω από τη γέφυρα Kavunju
Kopru.
Πλησιάζοντας στο Γόρδιο δέχεται από ανατολικά/ δεξιά τον Gumusblu και στην ένωση με τον
Πουρσάκ περνάει ανατολικά από τις υπώρειες της Μεγάλης Τούμπας του Γορδίου.
Περίπου
6 χλμ νότια του Γορδίου ο Ελληνικός Στρατός πέρασε το Σαγγάριο από τη γέφυρα
Μπεϊλίκ Κοπρού, σε σημείο όπου το πλάτος του ποταμού ήταν 25 μέτρα, είχε βάθος
έξι μέτρα, υπήρχαν τέλματα και αμμώδες έδαφος (Επιχειρήσεις προς Άγκυρα, τόμος
α΄, σελ. 188). Στη θέση αυτή κατασκευάστηκε λεμβόζευκτη γέφυρα σε 23 λεπτά
(!!!) υπό τις βολές τουρκικού πυροβολικού το βράδυ της 11/8/1921 και το ίδιο
βράδυ και δεύτερη νοτιότερα.
Η μεγάλη φρυγική πόλη του Γορδίου και πρωτεύουσα της Φρυγίας βρίσκεται στο χωριό Yassihoyuk, στη συμβολή των ποταμών Σαγγάριου (Sakarya) και Θύμβρη(Porsuk). Οι πρώτες ανασκαφές στο Γόρδιον έγιναν το 1900 και αποκάλυψαν έναν πρώιμο- προϊστορικό οικισμό του 2500 π.Χ. και αλλεπάλληλες οικιστικές φάσεις που έφταναν έως τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Τη δεκαετία του 1950 ξεκίνησαν ανασκαφές Αμερικανοί αρχαιολόγοι υπό τον Rodney Young και αργότερα τον Kenneth Sams, ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη φρυγική περίοδο της πόλης, αφού οι Φρύγες αποτελούσαν έως τότε ένα κενό στην ιστορία της Μικράς Ασίας, αλλά και ένα σύνδεσμο μεταξύ των παλαιότερων Χετταίων και των νεότερων Ελλήνων. Τα ευρήματα των ανασκαφών έδειξαν ότι στα μέσα του 9ου αιώνα είχαν εγκατασταθεί στην πόλη οι Φρύγες και ότι τον επόμενο αιώνα (8ο) η πόλη ήταν η πρωτεύουσα του εκτεταμένου φρυγικού βασιλείου. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία πρώτος βασιλιάς- ιδρυτής του Γορδίου ήταν ο Γόρδιος και δεύτερος ο Μίδας (δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.Χ.). Ο μυθικός Μίδας πιθανώς συνδέεται με τον ‘Mita του Mushki' των ασσυριακών πηγών, οι οποίες αναφέρουν ότι το 717 π.Χ. οι Ασσύριοι νίκησαν τους Φρύγες και ο Μίδας, πληρώνοντας φόρο υποτέλειας, κράτησε το θρόνο του.
Η μεγάλη φρυγική πόλη του Γορδίου και πρωτεύουσα της Φρυγίας βρίσκεται στο χωριό Yassihoyuk, στη συμβολή των ποταμών Σαγγάριου (Sakarya) και Θύμβρη(Porsuk). Οι πρώτες ανασκαφές στο Γόρδιον έγιναν το 1900 και αποκάλυψαν έναν πρώιμο- προϊστορικό οικισμό του 2500 π.Χ. και αλλεπάλληλες οικιστικές φάσεις που έφταναν έως τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Τη δεκαετία του 1950 ξεκίνησαν ανασκαφές Αμερικανοί αρχαιολόγοι υπό τον Rodney Young και αργότερα τον Kenneth Sams, ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη φρυγική περίοδο της πόλης, αφού οι Φρύγες αποτελούσαν έως τότε ένα κενό στην ιστορία της Μικράς Ασίας, αλλά και ένα σύνδεσμο μεταξύ των παλαιότερων Χετταίων και των νεότερων Ελλήνων. Τα ευρήματα των ανασκαφών έδειξαν ότι στα μέσα του 9ου αιώνα είχαν εγκατασταθεί στην πόλη οι Φρύγες και ότι τον επόμενο αιώνα (8ο) η πόλη ήταν η πρωτεύουσα του εκτεταμένου φρυγικού βασιλείου. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία πρώτος βασιλιάς- ιδρυτής του Γορδίου ήταν ο Γόρδιος και δεύτερος ο Μίδας (δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.Χ.). Ο μυθικός Μίδας πιθανώς συνδέεται με τον ‘Mita του Mushki' των ασσυριακών πηγών, οι οποίες αναφέρουν ότι το 717 π.Χ. οι Ασσύριοι νίκησαν τους Φρύγες και ο Μίδας, πληρώνοντας φόρο υποτέλειας, κράτησε το θρόνο του.
Ο Μίδας (Walter Crane, 1893) |
Πολύ
γνωστό είναι το περιστατικό με τον Αλέξανδρο και το Γόρδιο
δεσμό, αλλά αυτό ουσιαστικά αποτελεί και την τελευταία αναφορά στο
Γόρδιον, αφού τους επόμενους αιώνες η άλλοτε ακμάζουσα πόλη φαίνεται να
συρρικνώνεται ή να εγκαταλείπεται.
Ο
μυθικός ιδρυτής του βασιλείου της Φρυγίας αναφέρεται στους αρχαίους μύθους ως
αρχικά φτωχός γεωργός. Ενώ όργωνε ένας αετός έκατσε στο άροτρό του και ο
Γόρδιος ζήτησε τη βοήθεια μάντεων. Αυτοί του είπαν να θυσιάσει το Δία.
Αργότερα, άλλος χρησμός μιλούσε για τον νέο βασιλιά που θα έρθει με αμαξά. Όταν
αυτό έγινε, ο Γόρδιος αφιέρωσε την άμαξα στον ναό του Δία, στην ακρόπολη του
Γορδίου. Η άμαξα είχε δεσμό ‘από φλοιό κράνεας’ και χρησμό ότι όποιος τον λύσει
θα γίνει ηγεμόνας της Ασίας. Ο Αλέξανδρος ερμήνευσε το χρησμό με το δικό του
τρόπο και έκοψε το δεσμό με το σπαθί του.
Ο Μ. Αλέξανδρος κόβει το Γόρδιο δεσμό (Berthelemy) |
Οι
κάτοικοι του Γόρδιου εγκατέλειψαν την πόλη, το 278 π.Χ., λόγω της επιδρομής των
Γαλατών. Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 189 π.Χ., ο ρωμαϊκός στρατός υπό τον
Μάνλιο βρήκε ερειπωμένη την πόλη. Τον πρώτο αιώνα μ.Χ. ο Στράβων αναφέρει το
Γόρδιον ως χωριό λίγο μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα της περιοχής. Η πόλη ‘χάθηκε’
για περίπου 1900 χρόνια, δεν περιγράφηκε από κανέναν από τους δεκάδες
περιηγητές της Μικράς Ασίας και ανασκάπτηκε το 1900 από τους Γερμανούς
αρχαιολόγους Gustav
και Alfred
Korte.
Οι
αδελφοί Korte
ανέσκαψαν τον λεγόμενο ‘τύμβο της πόλης’ και άλλους πέντε τύμβους. Οι ανασκαφές
συνεχίστηκαν μετά από πενήντα χρόνια, από τον Αμερικανό αρχαιολόγο Rodney Young
σε μία ανασκαφή που δικαίως χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα σημαντικότερα
επιτεύγματα της σύγχρονης αρχαιολογίας. Ειδικά η ανασκαφή του ‘μεγάλου τύμβου’,
ύψους 53 μέτρων
και διαμέτρου 300 μέτρων
υπήρξε εξαιρετικά δύσκολη.
Υπάρχουν πολλά sites σχετικά με τις ανασκαφές στο Γόρδιο. Ενδεικτικά και μόνο μπορείτε να δείτε:
Υπάρχουν πολλά sites σχετικά με τις ανασκαφές στο Γόρδιο. Ενδεικτικά και μόνο μπορείτε να δείτε:
http://www.sas.upenn.edu/~nmiller0/Tour_TumP.html και http://sites.museum.upenn.edu/gordion/
Υπάρχει βίντεο με τις ανασκαφές του 1950 με τις ανασκαφές της δεκαετίας του 1950 αλλά και με τις πιο πρόσφατες του 2013
Το
2008 η αλλαγή στη στάθμη του Σαγγάριου αποκάλυψε και νέα ευρήματα από το Γόρδιο
(G.
Kenneth
Sams,
Gordion,
2008, 31 Kazi
Sonuclari
toplantisi.3,
2009)
Ο
Πουρσάκ πηγάζει νότια της Κιουτάχειας στο όρος Μουράτ (Δίνδυμον). Δέχεται τον
Ιν ενού και κοντά στο Εσκί Σεχίρ, νότια του Μιχαληδζίκ [πιθανή επιβίωση του
ονόματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, W.
Ramsay,
The
Cities
and
Bishorics
of
Phrygia,
1895, σελ. 31, περνάει από στενωπό (Καρά
Μπογάζ) και ενώνεται με τον Σαγγάριο στο Γόρδιο (ανατολικά του σιδ. Σταθμού
Γιαϊλά).
Ευρήματα στο Γόρδιο, 2008 |
Ο Πουρσάκ ποταμός (συλλογή Πέτρου Μεχτίδη) |
Στο
άνω τμήμα της κοιλάδας του Πουρσάκ βρίσκεται η πεδιάδα Αλτούν- τας, έκτασης 150
τ. χλμ σε υψόμετρο 1000 μ.
Αρδεύεται εκτός από τον Πουρσάκ από τους ποταμούς Αλτούν- τας και Αμπιγιά, οι
οποίοι σχηματίζουν έλη. Κατά μήκος του Πουρσάκ, από Ιν- Ενού μέχρι Καρά-
Μπογάζ, η πεδιάδα έχει έκταση 130 τ. χλμ και είναι πολύ εύφορη. Ιδιαίτερα
χρήσιμο είναι το άρθρο του J.G.C. Anderson,
ο οποίος περιηγήθηκε στον Άνω Θύμβρη τη δεκαετία του 1890. Αναφέρει λοιπόν ο Anderson ότι ο Πουρσάκ πηγάζει
από το Μουράτ νταγ (ψηλότερη κορυφή Abia Dagh, σχετικά και παραπάνω: Αμπιγιά)
και κυλάει στη συνέχεια με κατεύθυνση βόρεια. Έως το χωριό Besh-Karish Eyuk (five span mound) κυλάει σε στενή κοιλάδα για να
συνεχίσει σε εκτεταμένη πεδιάδα για 25 μίλια προς τα βορειοδυτικά πριν πλησιάσει
τους λόφους της πεδιάδας της Κιουτάχειας. Η μεγάλη πεδιάδα ονομάζεται Altyn- Tash Ova (Αλτούν- τας, παραπάνω) από το
ομώνυμο ‘χωριό του χρυσού’. Υπάρχει λιγοστή βλάστηση και πλινθόκτιστοι
οικισμοί. Το Altyn-
Tash
ήταν έδρα μουδουρλουκίου, παρά το μικρό του μέγεθος.
Πιο
πρόσφατα, τη δεκαετία του 1980, μελέτησε τις οχυρώσεις της περιοχής (και το
Αλτούν- τας) ο Cl. Foss (Survey
of Medieval Castles of Anatolia: Kütahya, 1985).
Δυστυχώς
δεν είναι δυνατή η ταύτιση του κάστρου που αναφέρεται (Αγών, 26/11/1899)
Νοτιοδυτικά του Εσκί Σεχίρ: ‘Προς το ΝΔ
της ενεστώσης πόλεως υπάρχει κατερειπωμένον Βυζαντινόν φρούριον, όπερ εδέσποζε
των από Κοιτυαίου στενών, δι΄ ων διέρχεται ο ποταμός Θύμβρης’.
Επιστρέφοντας
στο Σαγγάριο, συνεχίζουμε μετά το Γόρδιο – σε υψόμετρο 685 μ.- βορειοδυτικά σε
μεγάλη πεδιάδα. Μετά την κορυφή Κιοζλούκ- τεπέ (υψ. 959 μ.) μπαίνει σε στενή και
βραχώδη κοιλάδα και δέχεται τον Ταμπάκ- σου, που ‘έρχεται’ από την Άγκυρα.
Στη συνέχεια τους Kirmir,
Ala
Dagh
πριν στρίψει ο Σαγγάριος δυτικά προς τη Γορδίου Κώμη για να δεχτεί από τα
βόρεια τον Μπουρουντζούκ. Ακολούθως δέχεται από τα βόρεια τον Κιζίλ ντερέ και
τον μεγαλύτερο Καρατσάλι τσάι και από τα νότια τον Ντεϊρμέν ντερέ. Περίπου
είκοσι χλμ δυτικότερα υπάρχει το πέρασμα στο Σαγγάριο με το όνομα Καζάν καγιά
μπογάζ και –λίγο πριν φτάσει στο Σεϊγκούντ- δέχεται από τα νότια τον Εσίρι και
τον Σαλβίκ.
(Ακολουθεί
3ο μέρος…)