Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Σαγγάριος 3 (η διαδρομή στη Βιθυνία)



Συνεχίζουμε πλέον με κατεύθυνση δυτικά, αφήνοντας πίσω μας τα υψίπεδα της Γαλατίας και της Φρυγίας και κινούμενοι προς την κοιτίδα των Οθωμανών, το  Σεϊγκούντ/Sogut (σημαίνει ιτιά), αφού σε αυτή την περιοχή- δυτικά του Σαγγάριου- εγκαταστάθηκαν τον 13ο αιώνα. Αναφέρεται τον 17ο αιώνα από τον Εβλιγιά Τσελεμπή ότι είχε 700 οικίες.

Sogut

 Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της απαρχής των Οθωμανών από τον Richard KnollesLives of Othman Kings and Emperors’ (1609-10): «Έτσι ο Ερτογρούλ, ο Ογούζος Τούρκος, με τους βοσκούς που τον ακολουθούσαν, έγινε ο αρχηγός ενός μικρού χωριού για τη χάρη του Σουλτάνου. Οι οπαδοί του, σαν κανονικοί κτηνοτρόφοι με τις οικογένειες τους, ζούσαν το χειμώνα με αυτόν στο Sogut, αλλά το καλοκαίρι σε σκηνές με τα ζώα τους πάνω στα βουνά. Έτσι έζησε πολλά χρόνια και έφερε ειρήνη στους Χριστιανούς και τους Τούρκους…». Στα τέλη του 13ου αιώνα ο Ερτογρούλ, γενάρχης των Οθωμανών, κατάφερε να αντισταθεί στις επιθέσεις των Βυζαντινών στα δυτικά, αλλά και των ισχυρότερων τουρκικών φυλών (Eskenderum, Eskisehir και Konyali) και να παραδώσει την αρχηγία στο γιο του Οσμάν- Ατμάνης και Οτμάνης στις βυζαντινές πηγές-  το 1282 περίπου. Την περίοδο αυτή ο Ερτογρούλ και ο Οσμάν ηγούνταν μίας ομάδας γαζήδων με ‘επικράτεια’ από το Eskisehir ως το Sogut. Αν και αρχικά οι σχέσεις του Οσμάν με τους Βυζαντινούς ήταν μάλλον φιλικές, αργότερα (τη δεκαετία του 1290 κυρίως) άρχισε τις επιδρομές στα μικρότερα κάστρα και το 1301 πολιόρκησε την Νίκαια. Το 1302 νίκησε το βυζαντινό στρατηγό Μουζαλώνα και το 1326 ο γιος του Orhan (Ορχάνης) κατέλαβε την Προύσα. Στην είσοδο του Sogut βρίσκεται ο τουρμπές του Ερτογρούλ. Εδώ, κατά την παράδοση, τάφηκε και ο Οσμάν πριν μεταφερθεί στην Προύσα, την νέα πρωτεύουσα.
Πέρα όμως από το προφανές ιστορικό ενδιαφέρον ο συγκεκριμένος τουρμπές έχει αναστηλωθεί πρόσφατα και δεν έχει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Πίσω από τον τουρμπέ του Ερτογρούλ βρίσκεται το Εθνογραφικό μουσείο του Sogut με εικόνες από την νομαδική ζωή του 13ου αιώνα. Δίπλα στο μουσείο υπάρχει ένα σύμπλεγμα αγαλμάτων με τον Κεμάλ Ατατούρκ και άλλους ‘Τούρκους’ κατακτητές, όπως τον Αττίλα, τον Ταμερλάνο, το Μωάμεθ τον Πορθητή, τον Ερτογρούλ και τον Οσμάν σε μία προφανή προσπάθεια να συνδεθεί η σύγχρονη τουρκική ιστορία με αυτές τις μυθικές μορφές του απώτερου παρελθόντος. Στο Sogut υπάρχει επίσης το Ertogrul Gazi Mescidi, κτίσμα του Σουλτάνου Αμντούλ Αζίζ (1861-1876), χτισμένο πιθανώς στη θέση τζαμιού που έχτισε ο ίδιος ο Ερτογρούλ και το Ulu Cami (αλλιώς Celebi Sultan Mehmet),κτίσμα του 1402. Ανήκει στον κλασικό τύπο των ‘Ulu Cami’ με πλήθος θόλων- τρούλων να στηρίζονται από δεκάδες κίονες.
Στον καζά Σεϊγκούντ/Sogut (εξελληνισμένο σε Σοούτιον) αναφέρεται (V. Quinet, 1891, τ. 1, σελ. 176) συνολικός πληθυσμός 40.840 κατοίκων, από τους οποίους 35.654 Μουσουλμάνοι, 1488 Έλληνες, 3.651 Αρμένιοι και 47 Εβραίοι. Οι 1488 Έλληνες του καζά κατοικούσαν όλοι στην πρωτεύουσα Σεϊγκούντ/Sogut. Πολύ χρήσιμες είναι οι πληροφορίες που δίνει ο V. Quinet (ο.π.) για την εκπαιδευτική κατάσταση στον καζά με τους Έλληνες να έχουν 1 ‘Λύκειο’ (Lycee) με 65 μαθητές, 18 δημοτικά με 600 μαθητές και 2 παρθεναγωγεία με 90 μαθήτριες. Στο ‘Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων’ (1906, σελ. 144) αναφέρεται μία αστική σχολή με 3 δασκάλους και 100 μαθητές και ‘νηπιοπαρθεναγωγείον’ με μία δασκάλα και 60 νήπια. Σε εμπορικό οδηγό του 1891 (Annuaire oriental (ancien Indicateur oriental) du commerce, de l'industrie, de l'administration et de la magistrature.... 1891) αναφέρονται οι filateurs Χατζή Σπύρος και Παπάζογλου Αποστόλης, και επίσης 1200 οικίες στον οικισμό. Άλλη πηγή ( Βιθυνικά , σελ. 148) αναφέρει ίσο αριθμό ελληνικών και οθωμανικών οικιών (300).
Ο Σαγγάριος συνεχίζει με κατεύθυνση βορειοδυτική και βόρεια του Μπίλετζικ δέχεται τον Καρά Σου σε σημείο που το ρεύμα είναι αργό και κατάλληλο για ναυσιπλοΐα.
Guide horaire général..., 1909
Η διαδρομή αυτή του Σαγγαρίου και η σιδηροδρομική γραμμή που τον συνόδευε σε αυτό το σημείο έχουν αποτυπωθεί σε πλήθος φωτογραφιών στον ταξιδιωτικό οδηγό ‘Guide horaire général international illustré pour le voyageur en Orient, description de Constantinople et des plus importantes villes de la Turquie, de l'Egypte et de la Grèce’ του 1909.
Το Μπίλετζικ υπήρξε πρωτεύουσα του σαντζακίου Ερτογρούλ με πληθυσμό 36.442 Ελλήνων (V. Quinet, ο.π.), επί συνόλου 255.641 κατοίκων. Οι Έλληνες της περιοχής διατηρούσαν 110 σχολεία με 3.588 μαθητές. Στον καζά Μπίλετζικ ζούσαν 13.055 Έλληνες (1113 μαθητές σε 34 σχολεία) και 8.552 Αρμένιοι (συνολικός πληθυσμός 90.283 κάτοικοι), αλλά μόλις 128 Έλληνες στην ίδια την πόλη, 4.813 στον ναχιέ Κιοπλού (περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους).
Ο Σαγγάριος βόρεια από τις Λεύκες δέχεται (από τα αριστερά/ δυτικά) τον Γκεουκσέ σου και από τα ανατολικά τον Γκεϊνούκ σου πριν στρίψει προς το Γκέϊβε.
  Οι Λεύκες υπήρξε πρωτεύουσα του ναχιέ και αναφέρεται (V. Quinet, 1891, τ. 1, σελ. 174) ότι είχε συνολικό πληθυσμό 6.265 κατοίκων, από τους οποίους 5.382 Μουσουλμάνοι, 837 Έλληνες και 46 Αρμένιοι Γρηγοριανοί.
Στο ‘Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων’ (1906, σελ. 144) η Λεύκη αναφέρεται με μία δημοτική σχολή και 60 μαθητές, με νηπιαγωγείο με 40 νήπια.
 Για τον καζά Γκέιβε ο V. Quinet (1891, iv, 303) δίνει πληθυσμό 35.415 κατοίκων, από τους οποίους 6.481 Έλληνες και 6.889 Αρμένιοι. 3130 Έλληνες ζούσαν στο Ορτάκοϊ και 1217 στο Σάρατζι. Στο Ορτάκοϊ αναφέρεται παρθεναγωγείο με 90 μαθήτριες και στο Σάρατζι 2 δημοτικά με 136 μαθητές. Εμπορικός οδηγός του 1913 (Annuaire, Rizzo, σελ. 1658) δίνει πληθυσμό 6.000 Ελλήνων (και συνολικό 9.500), αρρεναγωγείο με 600 μαθητές και παρθεναγωγείο με 300 μαθήτριες, οι έμποροι μεταξιού Ετμετζίογλου Αναστάσιος, Ιωαννίδης, Γιατζόγλου Θεοφ., ο ωρολογάς Σκληρός Γεώργιος, οι ιατροί Παντελεήμων Νικόλας και Παπάζογλου και ο φαρμακοποιός Κυριάκος Χιμτσίρογλου.
Αναφέρω επίσης τους 803 Έλληνες στον ναχιγιέ Άκχισαρ (δυτικά του Σαγγαρίου), τους 291 στον ναχιγιέ Θαρακλί/ Ταρακλί- νοτιοανατολικά του Γκέιβε (στις όχθες του Γκεϊνούκ σου). Πιθανώς αναφέρεται ως Saratchli στον οδηγό Rizzo (1913), όπου και οι έμποροι μεταξιού Κεχαγίογλου Χρηστάκης, Πασχαλίδης Άνθιμος, Πασχαλίδης Γιώργης (σελ. 1697).
Πολύ μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων στον καζά (12.883) δίνει ο Σωτηριάδης το 1918 στις ‘επίσημες’ στατιστικές που χρησιμοποιήθηκαν κατά τις Ελληνικές διεκδικήσεις μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Αντίστοιχα μειώνει τους Μουσουλμάνους στο μισό (18.900).
Κατευθυνόμενος ο Σαγγάριος προς το Αντάμπαζαρ δέχεται τον Μουντουρνί (Γάλλος ή Γάλλος της Κέϋβες/ Κερέμ σουγιού, Βιθυνιακόν Ημερολόγιον ‘Ο Φρουρός’, 1914, σελ. 38) και από αριστερά (δυτικά) τον Μέλανα ποταμό. 
Στην περιοχή του Αντάπαζαρ, ανατολικά της λίμνης Σαπάντζα, εκτείνεται μεγάλη πεδιάδα 240 τ. χλμ. Το νοτιοανατολικό τμήμα λέγεται Άκ- γιαζί, το ανατολικό Σαρί- τσαϊρλάρ, το κεντρικό Αντά-παζάρ και το δυτικό Κιοκτσέ Ορέν- οβασί. Αρδεύεται από τον Σαγγάριο, τον Μεντρενί και τους παραποτάμους τους. Οι πλημμύρες κατέστρεφαν συχνά τις καλλιέργειες και η λίμνη Κιοκτσέ- Ορέν ήταν έλος. Η πεδιάδα αυτή ήταν πολύ γόνιμη με μεγάλη παραγωγή. Αναφέρονται δάση από μουριές, καλαμπόκι, καπνός, πατάτες, φασόλια, λαχανικά, κρεμμύδια αλλά και μεγάλες χήνες.
  Το  Αντάπαζαρ (Νησαγορά σε ατυχή μετάφραση/ εξελληνισμό) υπήρξε πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά, του σαντζακίου Κικομήδειας, και είχε συνολικό πληθυσμό 59.598 κατοίκων, από τους οποίους μόλις 2.997 Έλληνες, κατά τον V. Quinet (iv, 1891, 307), με 3 σχολεία και 350 μαθητές/ μαθήτριες και 14.220 Αρμενίους. Από τους 2.997 Έλληνες οι 1565 ζούσαν στο Αντάπαζαρ.
Στατιστικός πίνακας του Μητροπολίτη Νικομήδειας [Ε.Λ.Ι.Α.] δίνει πληθυσμό 1822 Ελλήνων στο Αντάπαζαρ, αρρεναγωγείο με 110 μαθητές, παρθεναγωγείο με 160 μαθήτριες. Και εδώ ο Σωτηριάδης (ο.π.) αυξάνει κατά πολύ τον πληθυσμό των Ελλήνων σε 14.333, κρατώντας όμως ίδιο τον αριθμό που δίνει ο V. Quinet (14.220) για τους Αρμενίους. [Τα παιχνίδια της στατιστικής…].
Στο ‘Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων’ (1906, σελ. 133) αναφέρονται 350 οικογένειες Ελλήνων, σχολή με 4 δασκάλους και 130 μαθητές, νηπιαγωγείο με 130 μαθητές/ μαθήτριες, ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Προφήτη Ηλία και αγίασμα του Αγίου Μηνά.
Ο V. Quinet (ο.π., σελ. 375) σημειώνει 1000 (!) καταστήματα, από τα οποία 280 εμπορίας υφασμάτων, 200 μπακάλικα, 40 καφενεία, 5 φαρμακεία κλπ. Ο εμπορικός οδηγός Rizzo (ο.π.) αφιερώνει πέντε σελίδες στο Αντάμπαζαρ. Ενδεικτικά και μόνο (επιφυλάσσομαι…) αναφέρω πληθυσμό 2.250 Ελλήνων (επί συνόλου 35.000) και 14.500 Αρμενίων, την ύπαρξη υποκαταστημάτων τραπεζών, ασφαλιστικών γραφείων, κινηματογράφου (!!!), τον οδοντίατρο Ιωάννη Βυζάντιο, δύο ζωγράφους κ.α. που δείχνουν μία ακμάζουσα πόλη με υψηλό πνευματικό και κοινωνικό χαρακτήρα.
Πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες και φωτογραφίες για την περιοχή Αντάπαζαρ- Γκέϊβε υπάρχουν στο περιοδικό ‘Βιθυνιακά Χρονικά’. 
Τα βυζαντινά κάστρα της κρίσιμης για την άμυνα της πρωτεύουσας του Βυζαντίου γραμμής του Σαγγαρίου έχουν μελετήσει οι S. Sahin και Clive Foss
S. Sahin, 1999: Χάρτης της περιοχής Σαγγαρίου- Αντάπαζαρ
Όμως ήδη από το 1914 στο Βιθυνιακό Ημερολόγιο του 1914 αναφέρονται: ‘Επί των οχθών δε […] από αμνημονεύτων χρόνων μέχρι και των Βυζαντινών υπήρχον διάφορα φρούρια και γέφυραι (ως είνε τα ερείπια αντίκρυ του Καρά Απτηλέρ) μέσα μεταβατικά και τα περιτειχίσματα αμυντικά ου μόνον προς άμυναν και περιφρούρησιν του κράτους, αλλά και προς αναχαίτησιν διαφόρων πλημμυρών’. (σελ. 39). Επίσης στην ίδια περιοχή σώζεται και γέφυρα που χτίστηκε στα χρόνια του Ιουστινιανού πάνω από τον Σαγγάριο.
Σήμερα στην περιοχή σώζονται 4 κάστρα, το Harmanetepe, ΒΔ του Αντάπαζαρ, στην περιοχή Φουντουκλίων (Αρμενόφωνοι Έλληνες σε τρία χωριά). Μεταξύ των Φουντουκλίων και του Αντάπαζαρ σημειώνεται (Ξενοφάνης, 3, 1905, Γ. Παχτικός σελ. 150) ‘η μικρά κώμη Εκίσκε μετά 20-25 ορθοδόξων ελληνικών οικογενειών, λαλουσών την ελληνικήν εφθαρμένην’.
Σχετικά με τα κάστρα της περιοχής υπάρχει άρθρο του Fahri Yildirim , και το βιβλίο του ίδιου . Επίσης σημειώνω το κάστρο Pasalar δυτικά της Γκέϊβε,  το Seyifler kalesi (Βόρεια του Αντάπαζαρ, στη συμβολή του Σαγγαρίου με τον παραπόταμο του Γκιαούρ- από τα δυτικά, στους χάρτες ως Σεφλέρ/ Sefiler ), το Adiye, προάστιο ουσιαστικά του Αντάπαζαρ. 
Στις εκβολές του Σαγγαρίου εκτείνεται πεδιάδα έως το ακρωτήριο Γκελκέν- καγιά με μήκος 20 χλμ (αλλιώς Ιχσανιγέ, Ατζαρλάρ, Κουμλουγού και Καρά- μπογάζ). Στα νότια βρίσκεται ο χείμαρρος Γκιολ- κιοπρού και η λίμνη Ατζαρλάρ (έλος κατά το καλοκαίρι). Ανατολικά των εκβολών του Σαγγαρίου (20 χλμ) εκβάλλει ο ποταμός Μιλάν, που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή ξυλείας. 
Κλείνω αυτό το ταξίδι επί του Σαγγαρίου με ένα τμήμα από χάρτη της συλλογής μου. Πρόκειται για λεπτομέρεια από το χάρτη 'Νικομήδεια' της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας Στρατού, του 1920 σε κλίμακα 1/200.000.



 

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Σαγγάριος 2



Η περιοχή Σαγγαρίου- Πουρσάκ- Γορδίου

Με κατεύθυνση ανατολικά συνεχίζουμε το ταξίδι μας στις όχθες του Σαγγάριου. Νότια του Σεϊντ Γαζί (κατά τον Αναγνωστόπουλο, σελ. 236) ‘αρχίζει’ ουσιαστικά ο Σαγγάριος και μέσω πεδιάδων κατευθύνεται προς το Γόρδιον, όπου δέχεται τον Πουρσάκ (αρχ. Θύμβρης, Tembrogios κατά τον Πλίνιο, Ν.Η., vi).
Οι ποταμοί Πουρσάκ και Σαγγάριος αναφέρονται ως αδιάβατοι στα σημεία που δεν υπήρχαν γέφυρες, για αυτό και υπάρχουν πλήθος φωτογραφιών με κατασκευή γεφυρών την περίοδο της Μικρασιατικής εκστρατείας. Η περιοχή Σαγγαρίου- Πουρσάκ χωρίζεται σε δύο ζώνες, η βόρεια ‘εξ εδάφους ορεινού χαρακτήρος και εστερημένου κατά το πλείστον οδών βατών εις τροχόν, η δε βορειοανατολικώτερον ταυτής εκτεινομένη εδαφική ζώνη, η πέραν του Σαγγαρίου, είναι έτι μάλλον ορεινή και δύσβατος. Η νότια ζώνη, η μεταξύ Πουρσάκ και Σαγγαρίου, είναι φύσεως λοφώδους, διατέμνεται δε προς πάσαν κατεύθυνσιν υπό φυσικών μεν, πάντως όμως καλών οδών εν ώρα θέρους’ και επίσης ‘πάσαι αι υπάρχουσαι οδοί ήσαν φυσικαί, πεπατημέναι, άνευ τεχνικών έργων’ αναφέρεται στο ‘Ανεφοδιασμοί και μεταφοραί κατά την Μικρασιατικήν Εκστρατείαν’, 1969, σελ. 146, 150.
Συναντάμε τις γέφυρες Aktash Kopru, Tshandyr Kopru, στα ομώνυμα χωριά, πριν φτάσουμε πιο ανατολικά στο σημείο που δέχεται από νότια τον Ακ τσάι και από βόρεια τον Πορσούκ Ντερέ, σε σημείο μετά τη γέφυρα Hadji Husein Korpu. Νότια του Πεσσινούντα βρίσκουμε τη γέφυρα Fethoglu Kopru.
Η συγκεκριμένη γέφυρα αναφέρεται κατά τις επιχειρήσεις του καλοκαιριού του 1921 ως γέφυρα Φεδίογλου/ Φετίογλου (Fettahoglu στην τουρκική βιβλιογραφία) και από αυτήν πέρασαν τον Σαγγάριο μονάδες του Ελληνικού Στρατού: ‘To Γ΄ Σώμα Στρατού … προελαύνον … διαβαίνον τον Σαγγάριον μεταξύ Φεδίογλου και Τσακμακ’ και ‘το Α΄ Σώμα Στρατού … διαβαίνει την 6 και 7 [Αυγούστου] τον Σαγγάριον διά των γεφυρών Φεδίογλου και Μπαλικταμί Τσιφλίκ…’ και ‘Το Β΄ Σώμα Στρατού θα αχθή … ΝΑ Γέφυρας Φεδίογλου…’,  Χ. Ζωιόπουλος, Εκστρατεία Σαγγαρίου κατ΄ Αύγουστον 1921, 1923, σελ. 12, 14, 18). 
Η περιοχή που εξετάζεται και το χωριό Kurtseyh

Πριν την ένωση του Σαγγαρίου με τον Γκιόκ Σου/ Ιλίτζα Σου βρίσκουμε τη γνωστή από τη βυζαντινή ιστορία γέφυρα του Ζόμπου (Zompi Brucke στο χάρτη του Kiepert). Αναφέρεται ως γέφυρα του Ζούμπου ή Τζούμπου στους βυζαντινούς ιστορικούς και υπήρξε ένα από τα περάσματα του βυζαντινού στρατού προς τα ανατολικά, όπως αναφέρουν οι Κεδρηνός, Μ. Ατταλειάτης. Η ταύτιση της συγκεκριμένης βυζαντινής γέφυρας επιχειρήθηκε από τον William Ramsay (Historical geography, 1890, σελ. 215). Απορρίπτει τις παλαιότερες θεωρίες ότι η γέφυρα βρισκόταν στις πηγές του Σαγγάριου (Texier) ή στις εκβολές (Ritter) και την ‘τοποθετεί’ νότια του Kawunji Keupru και κοντά στο ποτάμι Ilidja Su. Στην ίδια θέση τοποθετεί στο χάρτη του τη γέφυρα και ο Η. Kiepert .
Η περιοχή αυτή ανήκε διοικητικά στον καζά Σιβρίχισαρ (86 χωριά) [επίσης και στην ανάρτηση μου Σαγγάριος 1] του σαντζακίου Άγκυρας του ομώνυμου βιλαετίου. Κατά τον V. Quinet (I, 277) σε συνολικό πληθυσμό 283.133 κατοίκων στο σαντζάκι Άγκυρας οι Έλληνες ήταν μόλις 1896 (και 14.128 Αρμένιοι). Από τους Έλληνες οι 1565 ζούσαν στην Άγκυρα. Το Σιβρίχισαρ είχε πληθυσμό 11.000 κατοίκων, από τους οποίους οι 4.000 ήταν Αρμένιοι (The Encyclopedia of Islam, Siwri Hisar). Οθωμανικά αρχεία δίνουν χρήσιμες πληροφορίες και καταγράφουν 3.100 οικίες στο Σιβρίχισαρ και συνολικά 6.334 στον καζά (74) και αύξηση των κατοίκων από 12.067 (1883) σε 35.846 (1907). Την ίδια περίοδο (1883- 1907) ο αριθμών των μη μουσουλμάνων (Gayrimuslim) αυξάνει από 1689 σε 4.142. Ο πληθυσμός των Ελλήνων (Rum) στα ίδια αρχεία καταγράφεται να κινείται από 909 (1883) ως 2.341 (1900), 18 στον καζά Zir (1900), 200 στον καζά Σιβριχισάρ (1891) και 36 στον καζά Χαϋμάνα (1900), επιβεβαιώνοντας τις πληροφορίες και από άλλες πηγές για παρουσία ελαχίστων Ελλήνων δυτικά της Άγκυρας, στα υψίπεδα της Φρυγίας. 
Στο σημείο αυτό ο Σαγγάριος κλίνει προς τα βόρεια και δέχεται από τα δυτικά/ αριστερά τον Gunzjuju Ozu, πριν περάσει κάτω από τη γέφυρα Kavunju Kopru. Πλησιάζοντας στο Γόρδιο δέχεται από ανατολικά/ δεξιά τον Gumusblu και στην ένωση με τον Πουρσάκ περνάει ανατολικά από τις υπώρειες της Μεγάλης Τούμπας του Γορδίου.
Περίπου 6 χλμ νότια του Γορδίου ο Ελληνικός Στρατός πέρασε το Σαγγάριο από τη γέφυρα Μπεϊλίκ Κοπρού, σε σημείο όπου το πλάτος του ποταμού ήταν 25 μέτρα, είχε βάθος έξι μέτρα, υπήρχαν τέλματα και αμμώδες έδαφος (Επιχειρήσεις προς Άγκυρα, τόμος α΄, σελ. 188). Στη θέση αυτή κατασκευάστηκε λεμβόζευκτη γέφυρα σε 23 λεπτά (!!!) υπό τις βολές τουρκικού πυροβολικού το βράδυ της 11/8/1921 και το ίδιο βράδυ και δεύτερη νοτιότερα. 
Η μεγάλη φρυγική πόλη του Γορδίου και πρωτεύουσα της Φρυγίας βρίσκεται στο χωριό Yassihoyuk, στη συμβολή των ποταμών Σαγγάριου (Sakarya) και Θύμβρη(Porsuk). Οι πρώτες ανασκαφές στο Γόρδιον έγιναν το 1900 και αποκάλυψαν έναν πρώιμο- προϊστορικό οικισμό του 2500 π.Χ. και αλλεπάλληλες οικιστικές φάσεις που έφταναν έως τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Τη δεκαετία του 1950 ξεκίνησαν ανασκαφές Αμερικανοί αρχαιολόγοι υπό τον Rodney Young και αργότερα τον Kenneth Sams, ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη φρυγική περίοδο της πόλης, αφού οι Φρύγες αποτελούσαν έως τότε ένα κενό στην ιστορία της Μικράς Ασίας, αλλά και ένα σύνδεσμο μεταξύ των παλαιότερων Χετταίων και των νεότερων Ελλήνων. Τα ευρήματα των ανασκαφών έδειξαν ότι στα μέσα του 9ου αιώνα είχαν εγκατασταθεί στην πόλη οι Φρύγες και ότι τον επόμενο αιώνα (8ο) η πόλη ήταν η πρωτεύουσα του εκτεταμένου φρυγικού βασιλείου. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία πρώτος βασιλιάς- ιδρυτής του Γορδίου ήταν ο Γόρδιος  και δεύτερος ο Μίδας (δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.Χ.). Ο μυθικός Μίδας πιθανώς συνδέεται με τον ‘Mita του Mushki' των ασσυριακών πηγών, οι οποίες αναφέρουν ότι το 717 π.Χ. οι Ασσύριοι νίκησαν τους Φρύγες και ο Μίδας, πληρώνοντας φόρο υποτέλειας, κράτησε το θρόνο του.
Ο Μίδας (Walter Crane, 1893)
Πολύ γνωστό είναι το περιστατικό με τον Αλέξανδρο και το Γόρδιο δεσμό, αλλά αυτό ουσιαστικά αποτελεί και την τελευταία αναφορά στο Γόρδιον, αφού τους επόμενους αιώνες η άλλοτε ακμάζουσα πόλη φαίνεται να συρρικνώνεται ή να εγκαταλείπεται.
Ο μυθικός ιδρυτής του βασιλείου της Φρυγίας αναφέρεται στους αρχαίους μύθους ως αρχικά φτωχός γεωργός. Ενώ όργωνε ένας αετός έκατσε στο άροτρό του και ο Γόρδιος ζήτησε τη βοήθεια μάντεων. Αυτοί του είπαν να θυσιάσει το Δία. Αργότερα, άλλος χρησμός μιλούσε για τον νέο βασιλιά που θα έρθει με αμαξά. Όταν αυτό έγινε, ο Γόρδιος αφιέρωσε την άμαξα στον ναό του Δία, στην ακρόπολη του Γορδίου. Η άμαξα είχε δεσμό ‘από φλοιό κράνεας’ και χρησμό ότι όποιος τον λύσει θα γίνει ηγεμόνας της Ασίας. Ο Αλέξανδρος ερμήνευσε το χρησμό με το δικό του τρόπο και έκοψε το δεσμό με το σπαθί του.
Ο Μ. Αλέξανδρος κόβει το Γόρδιο δεσμό (Berthelemy)
Οι κάτοικοι του Γόρδιου εγκατέλειψαν την πόλη, το 278 π.Χ., λόγω της επιδρομής των Γαλατών. Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 189 π.Χ., ο ρωμαϊκός στρατός υπό τον Μάνλιο βρήκε ερειπωμένη την πόλη. Τον πρώτο αιώνα μ.Χ. ο Στράβων αναφέρει το Γόρδιον ως χωριό λίγο μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα της περιοχής. Η πόλη ‘χάθηκε’ για περίπου 1900 χρόνια, δεν περιγράφηκε από κανέναν από τους δεκάδες περιηγητές της Μικράς Ασίας και ανασκάπτηκε το 1900 από τους Γερμανούς αρχαιολόγους Gustav και Alfred Korte.

Οι αδελφοί Korte ανέσκαψαν τον λεγόμενο ‘τύμβο της πόλης’ και άλλους πέντε τύμβους. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν μετά από πενήντα χρόνια, από τον Αμερικανό αρχαιολόγο Rodney Young  σε μία ανασκαφή που δικαίως χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της σύγχρονης αρχαιολογίας. Ειδικά η ανασκαφή του ‘μεγάλου τύμβου’, ύψους 53 μέτρων και διαμέτρου 300 μέτρων υπήρξε εξαιρετικά δύσκολη.
Υπάρχουν πολλά sites σχετικά με τις ανασκαφές στο Γόρδιο. Ενδεικτικά και μόνο μπορείτε να δείτε:


Το 2008 η αλλαγή στη στάθμη του Σαγγάριου αποκάλυψε και νέα ευρήματα από το Γόρδιο  (G. Kenneth Sams, Gordion, 2008, 31 Kazi Sonuclari toplantisi.3, 2009)
Ευρήματα στο Γόρδιο, 2008
Ο Πουρσάκ πηγάζει νότια της Κιουτάχειας στο όρος Μουράτ (Δίνδυμον). Δέχεται τον Ιν ενού και κοντά στο Εσκί Σεχίρ, νότια του Μιχαληδζίκ [πιθανή επιβίωση του ονόματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, W. Ramsay, The Cities and Bishorics of Phrygia, 1895,  σελ. 31, περνάει από στενωπό (Καρά Μπογάζ) και ενώνεται με τον Σαγγάριο στο Γόρδιο (ανατολικά του σιδ. Σταθμού Γιαϊλά).
Ο Πουρσάκ ποταμός (συλλογή Πέτρου Μεχτίδη)
Στο άνω τμήμα της κοιλάδας του Πουρσάκ βρίσκεται η πεδιάδα Αλτούν- τας, έκτασης 150 τ. χλμ σε υψόμετρο 1000 μ. Αρδεύεται εκτός από τον Πουρσάκ από τους ποταμούς Αλτούν- τας και Αμπιγιά, οι οποίοι σχηματίζουν έλη. Κατά μήκος του Πουρσάκ, από Ιν- Ενού μέχρι Καρά- Μπογάζ, η πεδιάδα έχει έκταση 130 τ. χλμ και είναι πολύ εύφορη. Ιδιαίτερα χρήσιμο είναι το άρθρο του J.G.C. Anderson ο οποίος περιηγήθηκε στον Άνω Θύμβρη τη δεκαετία του 1890. Αναφέρει λοιπόν ο Anderson ότι ο Πουρσάκ πηγάζει από το Μουράτ νταγ (ψηλότερη κορυφή Abia Dagh, σχετικά και παραπάνω: Αμπιγιά) και κυλάει στη συνέχεια με κατεύθυνση βόρεια. Έως το χωριό Besh-Karish Eyuk (five span mound) κυλάει σε στενή κοιλάδα για να συνεχίσει σε εκτεταμένη πεδιάδα για 25 μίλια προς τα βορειοδυτικά πριν πλησιάσει τους λόφους της πεδιάδας της Κιουτάχειας. Η μεγάλη πεδιάδα ονομάζεται Altyn- Tash Ova (Αλτούν- τας, παραπάνω) από το ομώνυμο ‘χωριό του χρυσού’. Υπάρχει λιγοστή βλάστηση και πλινθόκτιστοι οικισμοί. Το Altyn- Tash ήταν έδρα μουδουρλουκίου, παρά το μικρό του μέγεθος.
Πιο πρόσφατα, τη δεκαετία του 1980, μελέτησε τις οχυρώσεις της περιοχής (και το Αλτούν- τας) ο Cl. Foss (Survey of Medieval Castles of Anatolia: Kütahya, 1985). 
Δυστυχώς δεν είναι δυνατή η ταύτιση του κάστρου που αναφέρεται (Αγών, 26/11/1899) Νοτιοδυτικά του Εσκί Σεχίρ: ‘Προς το ΝΔ της ενεστώσης πόλεως υπάρχει κατερειπωμένον Βυζαντινόν φρούριον, όπερ εδέσποζε των από Κοιτυαίου στενών, δι΄ ων διέρχεται ο ποταμός Θύμβρης’.
Επιστρέφοντας στο Σαγγάριο, συνεχίζουμε μετά το Γόρδιο – σε υψόμετρο 685 μ.- βορειοδυτικά σε μεγάλη πεδιάδα. Μετά την κορυφή Κιοζλούκ- τεπέ (υψ. 959 μ.) μπαίνει σε στενή και βραχώδη κοιλάδα και δέχεται τον Ταμπάκ- σου, που ‘έρχεται’ από την Άγκυρα.
Στη συνέχεια τους Kirmir, Ala Dagh πριν στρίψει ο Σαγγάριος δυτικά προς τη Γορδίου Κώμη για να δεχτεί από τα βόρεια τον Μπουρουντζούκ. Ακολούθως δέχεται από τα βόρεια τον Κιζίλ ντερέ και τον μεγαλύτερο Καρατσάλι τσάι και από τα νότια τον Ντεϊρμέν ντερέ. Περίπου είκοσι χλμ δυτικότερα υπάρχει το πέρασμα στο Σαγγάριο με το όνομα Καζάν καγιά μπογάζ και –λίγο πριν φτάσει στο Σεϊγκούντ- δέχεται από τα νότια τον Εσίρι και τον Σαλβίκ.
(Ακολουθεί 3ο μέρος…)