Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Σαγγάριου ετυμολογικά

Καραβάνι περνάει τον Σαγγάριο

Η παλαιότερη αναφορά στο Σαγγάριο γίνεται από τον Όμηρο (Ιλιάδα, Γ 187) για να συνεχιστούν οι αναφορές ως την Ύστερη Αρχαιότητα. Η ετυμολογία της λέξης ‘Σαγγάριος’ αποτελεί πρόκληση για τους μελετητές των υδρωνυμίων της Μ. Ασίας και είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Κατά τον D. Detchev (Die thrakischen Sprachreste, 1976, σελ. 407-8) τα τοπωνύμια Σαγγάριος, Σαγγία, Σάγγαρος καθώς και τα ονομαστικά Σάγγας και Σαγγαριος είναι θρακικής προέλευσης. Ο D. Detchev περιέλαβε τον Σαγγάριο στα θρακικά τοπωνύμια λόγω του ίδιου θέματος (π.χ. Σανγίδαυα της Δακίας). Με αυτή την άποψη διαφώνησε ο J. Tischler (Kleinasiatische Hydronymie, σελ. 1977, 129), o οποίος τα θεωρεί οπωσδήποτε μικρασιατικά, προσθέτοντας τα Καρικά ονομαστικά Σάγγωδος και Σάγγως.
Ο Σαγγάριος συνδέεται με το Χεττιτικό υδρωνύμιο Sahiriya, λόγω προφανούς ομοιότητας, αλλά κατά τον J. Tischler αυτό πρέπει να αναζητηθεί στην νοτιοανατολική Μ. Ασία., Η κοιλάδα του Σαγγάριου πάντως αποτελεί το δυτικότερο σημείο της διάδοσης της Λουβικής γλώσσας- Χετταίων. (Ι. Yakubovic, Sociolinguistics of the Luvian language, 2008, σελ. 26)
Το όνομα Σαγγάριος συνδέεται με τα γλωσσολογικά χαρακτηριστικά της Μ. Ασίας, αφού το θέμα Σαγγ- συναντάται και σε άλλες λέξεις: στην πόλη Σάγγια, που τοποθετείται στις πηγές του ποταμού, δηλαδή στην ‘καρδιά’ της Φρυγίας, στον οικισμό ‘Σάγγαρος’, η θέση του οποίου – αν και δεν είναι γνωστή- σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς βρισκόταν στην κάτω κοίτη- προς τη Βιθυνία. Ο Σάγγας είναι μία μυθολογική μορφή που συνδέεται με τον ποταμό. Ο (ανώνυμος) σχολιαστής στον Απολλώνιο Ρόδιο παραθέτει την ιστορία από το ‘περί Φρυγίας’ του Ερμογένη, όπου ο Σάγγας μεταμορφώθηκε σε ποτάμι, επειδή δεν λάτρευε τη Ρέα, και από αυτόν ονομάστηκε ο Σαγγάριος (Schol. Ap. Rhod. II 172, Memnon, FGH 434, F 28,9). Σύμφωνα όμως με τον Μέμνονα ο Σάγγαρος ήταν το όνομα του ηγεμόνα της Βιθυνίας, του οποίου η κόρη Νίκαια έδωσε το όνομα της βιθυνικής πόλης. Πιθανώς το καρικό όνομα Σαγγωδος αποτελεί τη γενική του Σαγγως και όχι ξεχωριστό όνομα. Σε μεταγενέστερες γραφές τα ονόματα Σαγγάριος, Σαγγία, Σάγγας συναντώνται ως Σαγάριος, Σαγία, Σάγαρις, λόγω της μείωσης του ήχου του ρινικού -γγ- , χαρακτηριστικό γνώρισμα των Ελληνικών της Ύστερης Αρχαιότητας.  Έτσι πιθανώς και αυτά τα τοπωνύμια/ ανθρωπονύμια πρέπει να ενταχτούν στην ίδια ομάδα, όπως η πόλη Σάγαρα της Μοισίας, τα ανθρωπωνύμια Σαγαρεύς (Κύζικος), Σαγαρηνή (Διονυσόπολις Φρυγίας), προερχόμενα από εθνικά.
Ενδιαφέρον έχει ο μύθος που παραθέτει ο ψεύδο- Πλούταρχος (Περί ποταμών, De fluv. 12,1) για τον ποταμό Σάγαρις που ονομαζόταν Ξηροβάτης και ονομάστηκε Sagaris, επειδή ο Σάγαρις, γιος του Μύγδονα  και της Αλεξιρόης, δεν παραβρέθηκε στα μυστήρια της Μητέρας των Θεών και κορόιδεψε τους ιερείς της. Η Μητέρα των Θεών τον τρέλανε και αυτός πνίγηκε στο ποτάμι που πήρε το όνομά του. Είναι γνωστοί στην ελληνική μυθολογία και άλλοι ανάλογοι μύθοι για την ονομασία τοπωνυμίων, όπως ο Ελλήσποντος. Ο Μύγδονας συνδέεται με τη Μυγδονία της Μακεδονίας και τους Μύγδονες, τμήμα των οποίων μετανάστευσε στη Μ. Ασία. Κατά το Στράβωνα (7, 3, 2 & 12, 8, 10) ‘οι Φρύγες ονομάζονται και Βρύγες, θρακική φυλή όπως οι Μύγδονες…’. Η ταύτιση είναι όμως πολύ παλαιότερη, αφού αναφέρονται και στον Όμηρο (Ιλιάδα, Γ΄ 185-7).
Φαίνεται λοιπόν (Svetlana Yanakieva, The name of the river Sangarios, Epigraphica Anatolica, 34, 2002, σελ. 141) ότι τοπωνύμια και ανθρωπονύμια με το θέμα Σαγγαρ- συναντώνται τόσο στη Μ. Ασία, όσο και στα Βαλκάνια, πιθανώς από τους κατοίκους που αποίκησαν και τις δύο όχθες του Βοσπόρου (την δυτική- Θράκη και την ανατολική- Μ. Ασία/ Βιθυνία).
Ενδιαφέρον έχει επίσης το γεγονός ότι με αυτή τη γραφή εμφανίζεται και σε επιγραφές Γραμμικής Β από την Κνωσό [sa-qa-re-jo, LB KN DI 412, Fred Woudhuizen, The earliest Cretan scripts, 2006, σελ. 113]. Φυσικά το όνομα του ποταμού ‘εξελληνίστηκε’ και ενσωματώθηκε στην ελληνική μυθολογία, όπως ήδη αναφέρθηκε.

sa-ga-re-jo, Σαγγάριος σε επιγραφή Γραμμικής Β (Κνωσός)

Κλείνω με μία πολύ γνωστή μας λέξη, τον τσαγκάρη, που συνδέεται (!!!) έστω και ως συνώνυμη με το Σαγγάριο. Ως σαγγάριος αναφέρεται σε ελληνιστικές επιγραφές ο σκυτεύς, ο κατασκευαστής τζαγκών (είδος περσικών υποδημάτων), από το οποίο ο τζαγκάριος <τσαγκάρης (H. Liddel, R. Scott, σελ. 401).
Νομίσματα με τη μορφή του Σαγγάριου 'κόπηκαν' στον Πεσσινούντα.

Νόμισμα Πεσσινούντα, εποχής Μάρκου Αυρηλίου. Στον οπισθότυπο η θεά Τύχη και στα πόδια της (αριστερά) ο θεοποιημένος Σαγγάριος.

Σαγγάριος 1

Οι πηγές του Σαγγάριου (Άνω Σαγγάριος)
Πηγάδι στη Φρυγία
(Monumenta Asiae Minoris Antiqaue . 1931)

Sangarius fluvis ex inclutis. Oritur in Phrygia, accipit vastos amnes, inter quos Tembrogium et Gallum(Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, 6, 4). Ο Σαγγάριος είναι από τους πιο διάσημους (ποταμούς). Πηγάζει στη Φρυγία και δέχεται μεγάλους παραποτάμους, μεταξύ αυτών τον Τεμβρόγιο και τον Γάλλο.
Είναι βέβαιο ότι η αναφορά σε βιβλίο ή άρθρο για ‘τον Σαγγάριο’ οδηγεί τη σκέψη μας στην περίοδο 1919-22, στη Μικρασιατική Εκστρατεία και κυρίως στις επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού προς την Άγκυρα το καλοκαίρι του 1921. Η βιβλιογραφία είναι τόσο πλούσια- ήδη από το 1922 -  ώστε αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό.
Αν και είναι λοιπόν συνηθισμένα τα άρθρα για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Σαγγάριου, ωστόσο εδώ το θέμα μας είναι η ‘Γεωγραφία της Μ. Ασίας’, η διαδρομή του μεγάλου αυτού ποταμού και οι σημαντικότερες αρχαίες πόλεις της γύρω περιοχής. Οι όποιες αναφορές στην περίοδο 1921-22 θα συνοδεύουν απλά το κείμενο.

Η περιοχή που εξετάζει το άρθρο (Επίτομος Ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας, 1967, σχέδιο 24, σελ. 247)
Ακόμα όμως και αν βγάζαμε από την ιστορία του Σαγγαρίου την περίοδο 1921-22 και πάλι η ιστορία του θα ήταν πλουσιότατη. Δεν υπάρχουν πολλά ποτάμια της Μ. Ασίας που να διεκδικούν ότι στις όχθες τους περπάτησαν ο Μίδας, ο Μέγας Αλέξανδρος, ότι για τις γέφυρες τους ασχολήθηκε ο Ιουστινιανός, ότι από τον Σαγγάριο πέρασε ο Ρωμανός Διογένης πριν την καταστροφική μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 ή ότι στην κοίτη του ξεκίνησε η ιστορία των Οθωμανών. Επίσης στην ίδια περιοχή ήκμασε ο πολιτισμός της Φρυγίας, το Αμόριο, το Γόρδιο κ.α. Οπότε ας περιηγηθούμε στις όχθες του Σαγγαρίου ξεκινώντας από τις πηγές του στα υψίπεδα της Φρυγίας και –αφού περάσουμε από τη Γαλατία- θα κατευθυνθούμε δυτικότερα, προς τη Βιθυνία. Οι περιοχές αυτές είχαν και ελληνικό στοιχείο, ειδικά στο τμήμα της Βιθυνίας που διασχίζει ο Σαγγάριος. Επέλεξα μία σειρά 4 άρθρων αντί για ένα πολύ μεγάλο για λόγους διευκόλυνσης μίας (διαδικτυακής) ανάγνωσης. 

Η διοικητική διαίρεση της περιοχής που διασχίζει ο Σαγγάριος (V. Quinet, Turquie d' Asie, 1891)


Λεξικό Ελληνικής Αρχαιολογίας, Α. Ραγκαβή, 1891, σελ. 1164
 'Ο μυθικός ποταμός, τον οποίον γνωρίζει ο Όμηρος, […] κυλίει τα ρεύματά του ανά μέσον του ερήμου πεδίου και εις την όψιν των χλοερών οχθών του δεν δύναται τις να μη ενθυμηθή τους στίχους από τα ‘Διονυσιακά’ Νόννου του Παννοπολίτου: ‘όπη κελάδοντι ρεέθρω Σαγγαρίου ποταμοίο διϊπετές έλκεται ύδωρ’. γράφει ο H. Βουτιερίδης, (Η εκστρατεία πέραν του Σαγγαρίου, 1922, σελ. 15).
Ο Σαγγάριος αναφέρεται ότι έχει μήκος 700 χλμ., αν και συνολικά -μαζί με τις πολλές πηγές του- φτάνει τα 810 χλμ. (Sengonur, Isa, Factor analysis of water quality observations in the Sakarya river, 2001).
Η αναζήτηση των πηγών του ποταμού είναι δημοφιλές θέμα στο Στράβωνα, στους βυζαντινούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς, στους περιηγητές του 19ου αιώνα, αλλά ακόμη και στους φωτογράφους της Μικρασιατικής εκστρατείας (Γκιοκ Μπανάρ). Ταυτίζονται με την 'ουράνια πηγή' που αναφέρει ο Η. Βουτιερίδης, (ο.π., σελ. 16): 'Ενιαχού συναντώνται πηγαί τινες, οάσεις, εξ ων η φέρουσα το όνομα Γκίοκ Πουνάρ (ουράνια πηγή) πλησίον τοι χωρίου Ρενκόγλου[ Kasoren ] υπερόχου ωραιότητος. Από τας ρίζας υψηλών και αποτόμων βράχων αναβλύζει το ύδωρ και μοναδικώς διαυγές απλούμενον κατ΄ αρχάς εις μικράν λίμην, σχηματίζει μετ΄ ολίγον μικρόν ποταμόν με χλοηφόρους όχθας.' Στο Ρενκόγλου υπήρξε ο σταθμός διοικήσεως του Β΄ Σ. Σ. και της 13ης Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού στις 5/8/1921.
Πηγές του Σαγγάριου, σύμφωνα με τους φωτογράφους του Ελληνικού Στρατού, 1921
 Κατά τον Στράβωνα ‘Οι πηγές του είναι κοντά στην κώμη Σαγγία, κάπου εκατόν πενήντα στάδια από τον Πεσσινούντα’ (Γεωγραφικά, ΙΒ, ΙΙΙ,7, Μετάφραση Π. Θεοδωρίδης ). Η αρχαία αυτή πόλη σημειώνεται σε χάρτη του Kiepert ότι βρίσκεται ανατολικά του Σεϊντ Γαζί. Σε άλλο χάρτη του Kiepert (1:400.000) σημειώνεται στη θέση του Bayat η αρχαία πόλη Claneus.
Κατά τον Σωκράτη Σχολαστικό  (380- 439) ‘εν Πάζου κώμη, ένθα του Σαγγαρίου ποταμού εισίν οι πηγές' (Socrat. Hist.eccl. 4,28) και ‘εν Παζουκώμη (χωρίον δε τούτο Φρυγών, όθεν Σαγγαρίου του ποταμού αι πηγαί ρέουσιν) [Sozom. Hist. eccl. 6,24,7].
Η κώμη Πούζα αναφέρεται λοιπόν ότι βρισκόταν στις πηγές του Σαγγάριου. Το 368 έγινε εδώ εκκλησιαστική σύνοδος (‘και οι εν Φρυγία Αετιανοί, σύνοδον εν Πούζη τη κώμη ποιήσαντες’). . Ταυτίζεται πιθανώς με την αναφερόμενη αλλού ‘Πέπουζαν πόλιν τινά έρημον ανάμεσον Γαλατίας και Καππαδοκίας και Φρυγίας’ (σελ. 575). Νεότερες έρευνες όμως ταυτίζουν την Πέπουζα με θέση στο Karayakuplu [Karahalli, στο Ουσάκ, δυτικά].
Πολύ πιο ποιητικός ο ανώνυμος αρθρογράφος (Αγών, 26/11/1899)  γράφει για τις πηγές: ‘Άξιον να επιστήσω την επί του γεωγραφικού χάρτου προσοχήν του αναγνωστου κρίνω, ότι ο Σαγγάριος πεντάωρον προς Νότον του Δορυλαίου πηγάζων φαίνεται νοσταλγών την πηγήν του και ελισσόμενος υποστρέφει βορείως του Δορυλαίου, όπως μετά μακρόν ρούν οφιοειδή χυθή εις τον Ποντικόν της Βιθυνίας αιγιαλόν’.
Πηγάζει λοιπόν ο Σαγγάριος βορειανατολικά του Αφιόν Καράχισάρ, ‘από δύο μικρά ρυάκια. Το ένα είναι το Σαριλάρ σουγιού, το οποίο χωρίζει το Μουράτ ταγ από το Παγιάδ ταγ’ και 'το άλλο από την κοιλάδα Παγιάδ Γιαϊλασί’ (Γ. Κάλφογλου, σελ. 51). Άλλη πηγή (Αναγνωστόπουλος, 1921) αναφέρει το οροπέδιο Βεγιάδ- δαγ- γιαϊλά και από το όρος Τουρκμέν- δαγ με το όνομα Σεϊντί-γαζή- σου (αρχ. Παρθένιος). Πιο αναλυτική είναι η έκδοση της Δ.Ι.Σ.: 'Ο ποταμός Σαγγάριος πηγάζει δια πολλών κλάδων εκ των ορέων Τουρκμέν Νταγ, Καραμπουγιουκλού Νταγ, Γιαπούλ Νταγ και Καρατζά Ντάγ. Οι κυριωτέροι των κλάδων τούτων, ρέοντες προς Βορειοανατολάς, συναντώνται εις το πεδίον Τσιφτελέρ- Μάνδρας. Εις τον αυτόν χώρον δέχεται εκ της δεξιάς όχθης άφθονα ύδατα προερχόμενα εκ των μεγάλων πηγών του Μπέλ Μπουνάρ Νταγ, του όρους Αδορέως των Αρχαίων. Από Τσιφτελέρ μέχρι του χωρίου Ελιάς Πασά ο Σαγγάριος ρέει προς Νοτιοανατολάς και περιβρέχει τους νότιους και ανατολικούς κλιτείς του όρους Μποζ Νταγ μέχρι του χωρίου Μπες Κιοπρού, σχηματίζων ευρείαν καμπήν. Αύτη περικλείεται καθ’  όλον σχεδόν το μήκος της εντός στενωπού. Από Μπες Κιοπρού μέχρι της συμβολής του παραποτάμου του Πουρσάκ, ο Σαγγάριος ρέει προς Βορράν, η δε κοιλάς αυτού ευρύνεται επί μεγάλου μήκους.' (Δ.Ι.Σ., Η Εκστρατεία εις την Μ. Ασίαν, 1919- 22, Επιχειρήσεις προς Άγκυραν, τ. 1, 1965, Σελ. 42).
     
Το Βεγιάδ- δαγ- γιαϊλά ταυτίζεται με το Bayat,  οικισμό βορειοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ. 
Η 12η Μεραρχία στο Τουρκμέν Νταγ
Σύγχρονες έρευνες, αλλά και οι τοπικοί τουριστικοί οδηγοί, σημειώνουν ότι οι πηγές του Σαγγαρίου είναι 3 χλμ νοτιοανατολικά του Cifteler . Κυκλοφορούν βίντεο  με την  ακριβή θέση των πηγών, όπου και τα σχετικά εστιατόρια . Ο Γερμανός γεωγράφος Kiepert επίσης σημειώνει τις πηγές σε αυτή τη θέση. Στο Τσιφτελέρ διεξήχθησαν μάχες στις 8/9/1921, στις 5/9/1921 τουρκικές μονάδες ακολούθησαν τη διαδρομή Τσιφτελέρ προς βορειοδυτικά και στις 14/9/ 1921 άλλες τουρκικές μονάδες κατευθύνθηκαν από το Τσιφτελέρ προς το Αφιόν Καραχισάρ.
Στο Τσιφτελέρ έχουν βρεθεί τρία αγαλματίδια Κυβέλης, τα οποία βρίσκονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης (# 5310, # 5335, # 5309). (Maarten Jozef Vermaseren Corpus Cultus Cybelae Attidisque (CCCA).: Asia Minor.I, 1977, σελ. 61). 5 επιγραφές από το Τσιφτελέρ έχουν καταγραφεί από τον γιατρό Αμπελίδη, των ρωμαϊκών χρόνων.   (Ε.Φ.Σ.Κ., 1891, 22, σελ. 44). 
Ε.Φ.Σ.Κ., 1891, 22

Στην περιοχή του Τσιφτελέρ τοποθετείται 'άπληκτο' του βυζαντινού στρατού: 'Πιθανόν να έκειτο 35 χιλιόμετρα από την σημερινήν κώμην Σεϊντή- γαζή. Κατά τον Ramsay ήτο έδρα επισκόπου και έκειτο στην σημερινή θέση της κώμης Τσιφτελέρ παρά τον Σαγγάριον. Α. Στράτος, Το Βυζάντιον στον έβδομον αιώνα, 1966, Σελ. 942 & Τό τρίτον απληκτον ήτο τό Καβόρκιον. 'Η πλουσία πέριξ του Καβορκίου πεδιας κα τα άφθονα νερά του έκαμναν τό απληκτον αυτό να είναι ένας θαυμάσιος τόπος στρατοπεδευσεως. Μετα ό δρόμος ώδήγει πρός τν Ιουστινιανουπολιν (Σιβρήχισαρ)', (Γ. Κόλιας, Περί απλήκτου, Ε.Ε.Β.Σ., ιζ, 1941, σελ. 333).


Λεπτομέρεια από χάρτη της Χ.Υ.Σ., 1921, Αφιόν Καραχισάρ, 1 :250.000, η περιοχή Αφιόν Καραχισάρ- Μπαγιάτ
(Συλλογή ΠΜ)


Λεπτομέρεια από χάρτη του H. Kiepert (Angora, 1/400.000).
 Η περιοχή των πηγών του Σαγγάριου (Τσιφτελέρ)
Οι αρχαίες πόλεις πλησίον του  Bayat έχουν καταγραφεί, όπως επίσης σημειώνεται κάστρο, οικισμοί αλλά και ιερό του Διός Αλσήνου. Νεότερες έρευνες στην περιοχή έγιναν από τους Ozdemir Kocak, Adem Isik [i], οι οποίοι μελέτησαν δεκάδες αρχαιολογικές θέσεις, κάποιες από αυτές και στο Bayat. Επίσης καταγραφή των σωζόμενων βυζαντινών ναών της περιοχής έγινε από τον B. Yelda Olcay Uckan [ii]. Στο Bayat σώζονται λαξευτοί στο βράχο βυζαντινοί ναοί [iii]. Σε έναν από αυτούς σώζονται και τοιχογραφίες.

Τοιχογραφία Αγίου σε βυζαντινό ναό (Bayat)



 Βυζαντινοί ναοί μεσοβυζαντινής περιόδου (10oς- 12ος αιώνας) ανασκάπτονται στο χωριό Basara βόρεια του Bayat, το οποίο ταυτίζεται πιθανώς με τον οικισμό ‘Ατυίην’ και ανήκε στην περιφέρεια της Νακόλειας (Seyitgazi). (A. Oguz Alp, The newly discovered middle Byzantine churches from Phyrgia, 2010)

Η ονομασία Βεγιάδ (Bayat) προέρχεται από την ομώνυμη φυλή Τουρκομάνων (Encyclopedia of Islam, 1986 I, 1117). Περνώντας ο Σαγγάριος από το Σεϊντί-γαζή συνεχίζει προς νοτιοανατολικά και δέχεται από τα δεξιά τους παραπόταμους Μπαρντακτσί- σου (Bardakci), Αζιζιέ- σου και Λάνανδον. Στην άνω λεκάνη του Σαγγαρίου, ανατολικά του Αφιόν Καράχισαρ σχηματίζεται η πεδιάδα Τσιφτελέρ (σχετικά παραπάνω)  με έκταση 100 τ. χλμ σε υψόμετρο 900 μ. Αρδεύεται από τους ποταμούς Μπαρντακτσί, Σεΐδ- γαζή (αρχ. Παρθένιος, Seyit) και Σαρή- Σου, στην ένωση των οποίων σχηματίζεται έλος. Με την περιοχή συνδέεται ο λήσταρχος Καμαρτσή (1813). Η πεδιάδα ήταν εγκαταλελειμμένη έως την εγκατάσταση Μουσουλμάνων από την Κριμαία και την Ανατολική Ρωμυλία που δημιούργησαν 32 χωριά [iv].
Είσοδος του Ελληνικού Στρατού στο Αζιζιέ (Ψηφιακό Αρχείο Βενιζέλου)

Στην περιοχή βρίσκεται ο καζάς Μούζλιτζε, με έδρα του καζά το  Αζιζιέ. Κάτοικοι 1260 Τούρκοι, ελάχιστοι Αρμένιοι. 'Κείται επί οροπεδίου και επί παραποτάμου του Σαγγαρίου', γράφει ο Π. Κοντογιάννης, (Γεωγραφία, 1921), ενώ αλλού (Κ.Μ.Σ, Η Έξοδος, τόμος β΄, 1982, σελ. 395) αναφέρεται ως Emirdag με πληθυσμό 30-50 ελληνικών οικογενειών.
 Τo Σιβρί-χισάρ, αναφέρεται ως έδρα καζά με κάτοικους 14-15.000 Τούρκοι, λίγοι Αρμένιοι. ΝΔ Άγκυρας, στο κέντρο μεγάλου οροπεδίου, ‘το οποίον πανταχόθεν περιβάλλει ο Σαγγάριος και οι παραπόταμοί του. […] αρχαίαν πόλιν Πεσσινούντα, τοποθετουμένην προς Ν αυτού και πλησίον του ρου του άνω Σαγγαρίου, καλούμενα δε Μπαλά- χισάρ ή Μπαλού- χισάρ'. (Π. Κοντογιάννης, 1921, σελ. 131). Τα λιγοστά γυναικόπαιδα Αρμενίων που είχαν απομείνει μετά τους διωγμούς των Τούρκων μετέφερε ο Ελληνικός Στρατός στο Εσκί Σεχίρ. Στο Αζιζιέ υπήρξε ο σταθμός διοικήσεως της 10ης Μεραρχίας στις 29/7 και 8/9/1921, όπως και του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων στις 6/8/1921. Είχε προηγηθεί όμως η υποδοχή από Έλληνες κατοίκους (όπως δείχνει και η σχετική φωτογραφία).
Σήμερα νότια του Bayat υπάρχει το φράγμα Seyitler, και η ορεινή διάβαση Koroglubeli (Κόρογλου Καλέ στις επιχειρήσεις του 1921, σταθμός διοίκησης του Β΄ Σώματος Στρατού, του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων στις 24/9/1921, κ.α.). Το Μπαγιάτ αναφέρεται ως τόπος συγκέντρωσης τουρκικών στρατευμάτων στις 24/7/1921 και ως τόπος μαχών στις 25/9/1921.
    

Επιστύλιο τέμπλου βυζαντινού ναού, 10ς- 11ος αιώνας, χωριό Daydali - πλησίον Αμορίου
(Chris& Mucahide Lightfoot, Amorium, A Byzantine City in Anatolia, 2006, σελ. 29)
Οι ανασκαφές που διεξάγονται στο Αμόριο, νοτιότερα, συστηματικά τα τελευταία χρόνια (ξεκίνησαν το 1988)  αποκάλυψαν ότι ο μεγάλος τύμβος που κυριαρχεί πάνω από το Hisarkoy είναι τεχνητός και έκρυβε αλλεπάλληλα στρώματα κατοίκησης, από την πρώιμη εποχή του χαλκού έως τη χετταϊκή περίοδο και τη φρυγική. Πιθανώς η πόλη της χετταϊκής φάσης ταυτίζεται με τη γνωστή από τα χετταϊκα αρχεία Aura. Αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο ‘έκοψε’ δικά του νομίσματα- δείγμα ακμής- τα οποία εμφανίστηκαν και κατά τις ανασκαφές. Επίσης κατά τις ανασκαφές αποκαλύφθηκαν πλήθος από τους χαρακτηριστικούς τάφους της Φρυγίας σε σχήμα θύρας, πολλοί από τους οποίους ήταν εντοιχισμένοι στο μεταγενέστερο βυζαντινό τείχος, αλλά και σε κάποιες από τις οικίες του Hisarkoy. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο το Αμόριον ήταν μία από τις πολλές επαρχιακές πόλεις, αλλά κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο έγινε επισκοπή. Αυτή την περίοδο, στα χρόνια του αυτοκράτορα Ζήνωνα (474- 491) τα τείχη επισκευάστηκαν και στις αρχές του 6ου αιώνα χτίστηκαν δύο βασιλικές, στην οχυρωμένη ακρόπολη και στην κάτω πόλη. Τον 7ο αιώνα το Αμόριον έγινε η πρωτεύουσα του θέματος Ανατολικόν (στα χρόνια του Ηρακλείου, 610- 641) και λίγο αργότερα άρχισε η μακρά περίοδος των αραβικών επιδρομών: 644, 646, 668 (κατάληψη), 717 και 838 (κατάληψη από τον Άραβα Mutasim). Η τελευταία κατάληψη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 30.000 κατοίκων, την υποδούλωση των επιζώντων. Ανάμεσα τους οι 42 Μάρτυρες του Αμορίου από τότε. Το Αμόριον υπήρξε η πατρίδα- γενέτειρα του αυτοκράτορα Μιχαήλ β΄ (820- 829), του στρατηγού που δολοφόνησε και διαδέχτηκε τον Λέοντα ε΄ τα Χριστούγεννα του 820 ιδρύοντας τη δυναστεία του Αμορίου. Τον διαδέχτηκαν ο γιος του Θεόφιλος (829-42) και ο εγγονός του Μιχαήλ γ΄ (842-867). Όπως ήταν λογικό η πατρίδα της δυναστείας ευεργετήθηκε και αναδείχτηκε σε τρίτη πόλη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, μετά την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Όμως ακριβώς αυτή την περίοδο κατελήφθη και καταστράφηκε το Αμόριον από τους Άραβες, χωρίς να μπορούν να ανακαταλάβουν την πόλη ούτε ο Θεόφιλος, ούτε ο Μιχαήλ γ΄. Τελικά το Αμόριον επανήλθε στη βυζαντινή κυριαρχία μόλις τον 11ο αιώνα, όπως δείχνουν τα νομίσματα που βρέθηκαν σε ανασκαφές και χρονολογήθηκαν στα χρόνια των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου ι΄ (1059-67) και Ρωμανού δ΄ (1067-1071), του τραγικού αυτοκράτορα της ήττας στο Μαντζικέρτ. Στα πρώτα χρόνια μετά το Μανζικέρτ το Αμόριον κατελήφθη από τους Σελτζούκους Τούρκους και φαίνεται ότι συνέχισε να υφίσταται ως πόλη έως τον 14ο αιώνα, όταν και εγκαταλείφθηκε. Ανακαλύφθηκε τον 19ο αιώνα από Ευρωπαίους περιηγητές: Το 1800 επισκέφτηκε τη θέση ο Άγγλος William Leake, ο οποίος όμως ταύτισε τα ερείπια γύρω από το Hergan kale- Asarkoy με τα Ανάβουρα. Την σωστή ταύτιση των ερειπίων έκανε το 1836 ο William Hamilton και η επιβεβαίωση ήρθε βέβαια από τις ανασκαφές. Οι ανασκαφές διεξάγονται σε δύο περιοχές της ακρόπολης και σε τρεις περιοχές της κάτω πόλης. Αποκαλύπτονται ενδιαφέροντα στοιχεία για την καθημερινότητα μίας μεγάλης επαρχιακής πόλης του Βυζαντίου, οικίες, ναοί και τμήματα των τειχών.
Πλησίον των πηγών του Σαγγάριου βρίσκεται το Σεΐδ- γαζή. Το Seyit Gazi ταυτίζεται με την αρχαία και βυζαντινή Νακωλεία (και Νακολία).
Επιγραφή ρωμαϊκών χρόνων από τη Νακωλεία, 260-61 μ.Χ.
Στη γύρω περιοχή της Νακωλείας εντοπίστηκαν επιγραφικά οι αρχαίοι οικισμοί: Αιζηνοί, Απελλόκωμη, Αρτόκωμη, Ατέους, Βαβαείται, Κινναβόριον, Κομηνοί, Νέτος, Νέτος Μεγάλη, Ουεκροκώμη, Πτολεμηνοί, Ρύμνιοι και Σκαλατηνοί. Η Νακωλεία αναφέρεται σε επιγραφή του 260-1 μ.Χ. ως ‘λαμπροτάτη Νακολέων πόλις’, τον 7ο αιώνα (Νεαρά 1, 641) ως επισκοπή της Φρυγίας Σαλουταρίας, ως ισχυρή στρατιωτική βάση από τους βυζαντινούς ιστορικούς (Θεοφάνης), ενώ από τους επισκόπους της αναφέρω ενδεικτικά τον Αχιλλά (‘αρχιεπίσκοπος’) και τον Κωνσταντίνο, της εικονομαχικής περιόδου (αναθεματίστηκε στη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο).


Το Σεΐντ Γαζί και ο ποταμός Παρθένιος στο βάθος (Monumenta Asiae Minoris Antiquae, 1931)
Φιλοξενεί σήμερα το συγκρότημα Seyit Battalgazi turbesi , το οποίο φέρει χαρακτηριστικά της σελτζουκικής, πρώιμης οθωμανικής και οθωμανικής περιόδου. Χτίστηκε προς τιμή του μεσαιωνικού ήρωα των Τούρκων Seyit Battal Gazi (λέγεται ότι είχε ύψος επτά μέτρα), ο οποίος τάφηκε εδώ, στα ερείπια βυζαντινού μοναστηριού, μαζί με την αγαπημένη του, μία ελληνίδα πριγκίπισσα. Ο Seyit Gazi ήταν, σύμφωνα με τους τοπικούς μύθους, αρχηγός του αραβικού στρατού που εισέβαλλε στη Μικρά Ασία το 740 και σκοτώθηκε κοντά στον Ακρόινο (Afyon Karahisar). Πριν από τη μάχη μία βυζαντινή πριγκίπισσα, κόρη του διοικητή του Ακρόινου (Αφιόν Καράχισαρ), τον ερωτεύτηκε και όταν αυτός σκοτώθηκε, η πριγκίπισσα αυτοκτόνησε και τάφηκαν μαζί. Η θέση του τάφου τους αποκαλύφθηκε με όνειρο στη μητέρα του Σελτζούκου σουλτάνου Alaettin Keykubat α΄ (1219- 1236). Το έως τότε βυζαντινό μοναστήρι μετατράπηκε σε τουρμπέ και σε τεκέ δερβίσηδων τον 14ο αιώνα από τον ιδρυτή του τάγματος των Μπεκτασήδων Haci Bektas Veli. Τη σημερινή του μορφή το συγκρότημα πήρε τον 16ο αιώνα, στα χρόνια του σουλτάνου Σελίμ β΄ (1512-1520). Στη μεγαλύτερη του ακμή ο τεκές φιλοξενούσε 200 δερβίσηδες (17ος αιώνας), αλλά μετά το 1826 και τη διάλυση των ταγμάτων των Μπεκτασήδων από το σουλτάνο Μαχμούτ β΄ (1808-1839) ο τεκές σταδιακά ερήμωσε και εγκαταλείφθηκε. Ενδιαφέρον έχουν οι μαρτυρίες των περιηγητών του 19ου και 20ου αιώνα: το 1859 ο Mordtmann βρήκε 4 μόνο δερβίσηδες, το 1881 και 1883 ο Ramsay δεν βρήκε κανέναν, ο Menzel το 1909 και 1911 λίγους και την ίδια περίοδο ο Wulzinger περίπου 15, οι οποίοι ζούσαν όμως με τις οικογένειες τους στη γειτονική πόλη. Έως και τη δεκαετία του 1950 νομάδες ακόμη και από το Τουρκεστάν επισκέπτονταν τον τάφο του Seyit Gazi, ενώ και σήμερα αποτελεί ένα από τα σημαντικά ιερά στην τοπική λαϊκή θρησκεία και λαογραφία. Σχετικά έχει γράψει και ο Στρατής Μυριβήλης: Το βυσινί βιβλίο, 1959  .
Στα ανατολικά της αυλής βρίσκεται το τζαμί και ο τουρμπές του Seyit Gazi, με τη σαρκοφάγο του μήκους 8 μέτρων, με τη πολύ μικρότερη σαρκοφάγο της βυζαντινής πριγκίπισσας. Με τον τάφο συνδέεται και ένα επεισόδιο από τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Διηγείται ο πρίγκιπας Ανδρέας: ‘ο τάφος δε ούτος έχει μήκος 10 μέτρων, διότι όσον περισσότερον σημαίνων είναι ο ενταφιαζόμενος τόσον μακρύτερος και ο τάφος. Όταν λοιπόν ημέρας τινάς κατόπιν προσήλθεν ο Αρχιστράτηγος [Παπούλας] εις Σεϊντί Γαζί και επληροφορήθη το ιστορικόν του τάφους είπεν: ‘ο ιδικός μου τάφος λοιπόν πρέπει να γίνη 20 μέτρων’ (Βασιλόπαις Ανδρέας, Δορυλαίον- Σαγγάριος, 1921, 1928, σελ. 94)
Στην κυρίως αυλή του τεκέ βρίσκεται ο τουρμπές του Coban (τσομπάνης) Baba, ενός από τους δερβίσηδες που ζούσαν εδώ και των Ahmet bey και  Mehmet bey της οικογένειας των Mihaloglu. Οι Mihaloglu (‘γιοι του Μιχαήλ’) είναι απόγονοι ενός Βυζαντινού ευγενή, ο οποίος τον 14ο αιώνας αλλαξοπίστησε και πολέμησε μαζί με τους Οθωμανούς. Δημοφιλές προσκύνημα για τις γυναίκες είναι ο τουρμπές της Ayni Ana ή ‘Kadincik’ (της μικρής γυναίκας). Στα βόρεια του μεντρεσέ του συγκροτήματος τάφηκε η Ummuhan Hatun, η μητέρα του σουλτάνου Alaettin Keykubat α΄, υπεύθυνη για την ίδρυση του σημαντικού αυτού μουσουλμανικού ιερού. Το συγκρότημα είναι αναστηλωμένο. Σε ένα τμήμα του εκτίθενται αρχαιολογικά ευρήματα διαφόρων περιόδων (κεφαλές αγαλμάτων ρωμαϊκών χρόνων, βυζαντινά γλυπτά και σελτζουκικές ταφικές στήλες). Όπως και σε άλλα μουσεία, υπάρχει παράλληλα και εθνογραφικό τμήμα. Στην αυλή σώζεται επίσης μία σαρκοφάγος, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως δεξαμενή. Ο ναχιές Σεϊντγαζι (152 χωριά) ανήκει στον καζά Εσκί Σεχίρ σαντζακίου Κιουτάχειας (βιλαέτι Προύσας) . Κατά τον V. Quinet (1891, τόμος 4) ο καζάς Εσκί Σεχίρ είχε 12.700 Έλληνες, περίπου το 1/5 του συνολικού πληθυσμού.
 
Η περιοχή αυτή είναι μία από τις πιο αφιλόξενες της Μ. Ασίας. Νοτιότερα στο Εσκί Σεχίρ αρχίζει η στέπα της Ανατολίας. Ανατολικά και νοτιοανατολικά του Εσκί Σεχίρ απλώνεται το επίπεδο, γυμνό τοπίο της κοιλάδας του Άνω Σαγγάριου. Το κλίμα είναι βαρύ στην περιοχή με πολύ άγριους χειμώνες και ανηλεή καλοκαίρια. Στην ορεινή Φρυγία δεν φύεται η ελιά παρά μόνο με μεγάλη δυσκολία και η σχετικά μικρή διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου οδηγούσε τους γεωργούς της βόρειας και ανατολικής Φρυγίας να καλλιεργούν κριθάρι αντί για σιτάρι. (P. Thonemann,  Roman Phrygia , 2013, σελ. 4-5.). Ο επίσκοπος Συνάδων Λεόντιος αναφέρει ότι στα υψίπεδα της Μ. Ασίας η παραγωγή σιταριού και λαδιούς είναι πολύ περιορισμένη ή ανύπαρκτη και επίσης: 'Έλαιον γαρ ου γεωργούμεν. τούτο κοινόν τοις Ανατολικοίς έχομεν πάσιν'.
 'Το κλίμα του Αφιόν Καραχισάρ (ως και του σαντζακίου ολοκλήρου) είναι μεν υγιεινόν, αλλ΄ η θερμοκρασία είναι κάθε άλλο ή ευχάριστος. Το θέρος ο καύσων είναι αποπνικτικός. Τα δένδρα και η πρασινάδα λείπουν εντελώς. Αλλά και ο χειμών είναι δριμύς. Τότε δε η χιών πίπτει αφθονωτάτη και συχνά.' (Π. Κοντογιάννης, 1921, 285).

Το κλίμα του Πολατλί (73 χλμ από την Άγκυρα) χαρακτηρίζεται ως κλίμα στέππας, μ.ο. θερμοκρασίας 11,9 C, Μέγιστη 31 τον Ιούλιο, 0 τον Ιανουάριο, μ.ο. ημερών χιονόπτωσης 12, με 65 ημέρες μ.ο. παγετό. Η περιοχή χαρακτηρίζεται ως στέππα με δάση, όπου δάση θεωρούνται οι συστάδες δύο ή τριών δέντρων. (βλ. Naomi F. Miller, Botanical Aspects of Environment and Economy at Gordion, Turkey, 2011, σελ. 12). Ανατολικά του Σαγγάριου οι βοσκοί μεταφέρουν τα κοπάδια τους στα ορεινά (900- 1400 μ.) για βοσκή. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από ημίξηρο κλίμα, ζεστά και ξερά καλοκαίρι και βροχερούς, κρύους χειμώνες (-5 C έως 8 C), (βλ. Lisa Kealhofer The Archaeology of Midas and the Phrygians: Recent Work At Gordion, , 2011, σελ. 175).

Όλη η περιοχή αναφέρεται ότι είχε δρόμους καρροποίητους και όχι σκυρόστρωτους και οι σχετικές εκδόσεις της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού αναφέρουν συχνά τα πολλά προβλήματα που προέκυψαν από αυτό.
Ο πρίγκιπας Ανδρέας (ο.π.), φανατικά εναντίον της εκστρατείας πέραν του Σαγγαρίου περιγράφει με μελανά χρώματα τις εξαιρετικά δύσκολες κλιματολογικές και γεωφυσικές συνθήκες της περιοχής:
εν Μ. Ασία πλην των σιδηροδρόμων, υπήρχον μόνον επί φυσικού εδάφους οδοί, βατοί κατά το θέρος εις βαρύ τροχαίον υλικόν, διάβατοι όμως εν χειμώνι οπότε μόνον αι εγχώριαι άμαξαι και ιδίως οι υπό βόων συρόμενοι αραμπάδες είναι χρησιμοποιήσιμοι’ (σελ. 81), ‘η χώρα ανατολικώς του Δορυλαίου είναι ημιέρημος και ελάχιστα παραγωγική’ (σελ. 82), ‘νοτίως δε και ανατολικώς του Σαγγαρίου είναι (η χώρα) σχεδόν τελείως έρημος, εάν δε κατά αραιά διαστήματα υπάρχουσι χωρία τινά ταύτα είναι περισσότερον κατοικίαι ζώων παρά ανθρώπων’. (σελ. 85), ‘πέραν της Φιλαδελφείας δεν υπήρχον ελληνικοί πληθυσμοί’ (σελ. 89), ' Πρέπει να εξηγήσω ενταύθα ότι εις τα υψίπεδα του εσωτερικού της Μ. Ασίας (το Εσκή Σεχίρ ευρίσκεται εις 1000 μέτρα περίπου άνω της επιφανείας της θαλάσσης) ο χειμών άρχεται από τας αρχάς Σεπτεμβρίου, ενίοτε δε και ενωρίτερον και ότι όλαι αι οδοί, ούσαι επί φυσικού εδάφους, μεταβάλλονται εις απέραντα τέλματα βορβόρου γινόμεναι τελείως αδιάβαται…’ (σελ. 93).
Πιο αντικειμενικός ο συγγραφέας του τόμου της Δ.Ι.Σ./Γ.Ε.Σ. (1965/1988) 'Επιχειρήσεις προς Άγκυρα' Γ. Καλαϊτζής οδηγείται με σκληρή, στεγνή και στρατιωτική γλώσσα ('εγώ είμαι στρατιωτικός και τα λέω τσεκουράτα...') στα ίδια συμπεράσματα: Η περιοχή είναι αφιλόξενη, ειδικά για στρατιωτικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας. Σταχυολογώ:'[περιοχή] στερουμένη τεχνιτών οδών', 'υπό τον καυστικόν ήλιον του Μικρασιατικού υψιπέδου','Η μεταξύ του κλάδου τούτου [του νότιου Σαγγαρίου] και του ποταμού Πουρσάκ εδαφική έκτασις [...] στερείται δένδρων και αυτοφιούς βλαστήσεως [...] Κέντρον ταύτης είναι η πόλις του Σιβρί Χισάρ, προς ήν συνέκλινεν εξ όλων των κατευθύνσεων, πλήθος καρροποιητών οδών. ', 'ο αδιάβατος εκτός γεφυρών ποταμός Σαγγάριος αποτελεί σοβαρόν κώλυμα, επαυξάνον την ισχύν της αμυντικής διατάξεως',' η ορεινή φύσις του εδάφους και η έλλειψις οδών βατών εις τροχούς', 'ελλείψει όμως ύδατος', 'αι συνεχείς πορείαι [...] εκτελούμεναι υπό αφορήτου καύσωνος'...
(...ακολουθεί η συνέχεια)





[i] 2005- 2006 Yili Afyonkarahisar Ili ve Ilceri Arkeolojik Yuzey Arastirmasi, 24 &25 Arastirma Sonuclari Toplantisi, 2, 2006, 2007
[ii] Frigya (Phrygia) Bolgesindeki Kaya Kiliseleri 2006 Yili Calismalari, 24 &25 Arastirma, ο.π.
[iii] Δεν πρέπει να συγχέονται με το πιο γνωστό μνημείο στο Ayazin, βόρεια του Αφιόν Καραχισάρ, δυτικά του Bayat.
[iv] Γ. Αναγνωστόπουλος, ο.π., σελ. 207